- εκριζωτικός
- η , ό[ν] корчевальный;
εκριζωτική μηχανή — корчевальная машина, корчеватель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκριζωτική μηχανή — корчевальная машина, корчеватель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκριζωτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην εκρίζωση («εκριζωτική μηχανή») … Dictionary of Greek